λειπανδρία

λειπανδρία
λειπανδρία and other compds. freq. written in medieval Mss. with λειπ- (λειπο-, λειφ-) will be found, with few exceptions, under λῐπ (λῐπο-, λῐφ-): metrical evidence, where available, favours λῐπ-, which is also certain in λιποτελέω: but λειπ- is certain in λειπογνώμων, and for many other words no trustworthy evidence of the spelling exists; cf. Choerob.in An.Ox.2.239.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λειπανδρία — και λιπανδρία, ἡ (Α) λειψανδρία, έλλειψη ανδρών («ἡ γὰρ χηρεία λειπανδρία τίς ἐστιν, οὐκ ἀφανισμὸς τέλειος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαρακτηριστική περίπτωση ρηματικού συνθέτου που για τον σχηματισμό του χρησιμοποιήθηκαν διάφορα θέματα (ενεστωτικό,… …   Dictionary of Greek

  • λειπανδρώ — λειπανδρῶ και λιπανδρῶ, έω (Α) [λειπανδρία] (για χώρα) έχω έλλειψη ανδρών …   Dictionary of Greek

  • λειπογνώμων — και λιπογνώμων, ον (Α) (για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που τού λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ τού λείπω + γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγο γνώμων, ορθο γνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ.… …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιπανδρία — λιπανδρία, ἡ (Α) βλ. λειπανδρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”